Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Γράψε για την Ελένη




Γράψε για την Ελένη, αυτήν που μόνο μια φορά λύγισε στην ζωή της, τα μαλλιά της ένα μαύρο σύννεφο από μετάξι χόρευε στο μελτέμι, το πρόσωπο της όλο γωνίες με ζυγωματικά υπερήφανα, έντονα, σχημάτιζαν την εικόνα της γυναίκας όπως βλέπεις στις ταινίες του 50. Το σώμα όλο καμπύλες πάλευε να μην δείξει την προκλητικότητα αλλά δίχως επιτυχία. Ήταν φτιαγμένο για έρωτα απόλυτο , ήταν φτιαγμένο με τέχνη.
Γράψε για την Ελένη, τα μάτια της καταπράσινα άλλαζαν σύμφωνα με το συναίσθημα, άλλοτε είχαν μια θλίψη, άλλοτε μια ηδυπάθεια, άλλοτε έδειχναν την πληγή της προσμονής. Ήταν γυναίκα στα 16 της, ήταν εξαρτημένη από τον έρωτα της για κείνον και πονούσε όταν έκανε καιρό να τον δει, γυρνούσε στο κρεβάτι της σαν πληγωμένο ζώο. Κρυφά από την μάνα της 4 χρόνια τώρα τον έβλεπε κρυφά, αυτός μάζευε λεφτά για να την ζητήσει, δούλευε σε όλες τις δουλειές, οικοδομή, μαραγκός, λαουτιέρης στα πανηγύρια και στις γιορτές. Μελαχρινός ψηλός και γερός σαν ταύρος, ένα τσουλούφι έπεφτε με θράσος στα μάτια του κι έκρυβαν τον πυρετό που είχε για αυτήν. Όταν έπαιζε λαούτο το βιολάκι δίπλα του έριχνε τα μούτρα του καταγής, σκέψου από το βιολί να κλέβει την παράσταση, απίθανο και σπάνιο πράγμα.
Η Ελένη μέτραγε τις ώρες και τις μέρες της γύρω του, ήταν μέρα όταν τον αγκάλιαζε, ήταν σκοτάδι όταν δεν τον έβλεπε, την ρούφαγε μια μαύρη τρύπα όταν οι δουλειές ή η ύπαρξη της μάνας της την εμπόδιζαν να γίνει ένα μαζί του. Δεν της άρεσε η τόση εξάρτηση, πολλές φορές έτρεχε στα βουνά ατίθαση και γυμνή από συναίσθημα για αυτόν. Προσπαθούσε να ελέγχει λίγο το πάθος της γι αυτόν. Έβαζε το σώμα της σε δοκιμασία, το κούραζε στις ελιές, στα περετιά του σπιτιού, στην δουλειά πάνω στην γη. Προσπαθούσε να στεγνώσει την ψυχή απο τα πάθη της, μα πως γίνεται να στεγνώσει ένα 20χρονο κορίτσι, να γίνει ξερό και άδειο; Ο πόνος της αναμονής παραμόνευε, οι τυχαίες συναντήσεις στην Λόζα ή την βρύση του χωριού ξανακατασκεύαζαν τα φρούρια της ηδονής και της αγάπης. Σου είπα αγάπη, ναι, τώρα πια αυτή τον αγαπούσε. Δεν τον ποθούσε απλώς. Τα καλοκαίρια οι επισκέπτες από την Αθήνα ή οι έμποροι της Χώρας, πρωτεύουσα του μικρού άγονου νησιού, έρχονταν στο χωριό, αυτοί λοιπόν άφηναν τα μάτια τους πάνω της και ορκίζονταν στην ομορφιά της, άφηναν στα πόδια της όλους τους θησαυρούς με τα κλειδιά τους. Παρακαλούσαν την μάνα της, οι Χωραίτες που είχαν πιο πολλές πιθανότητες από τους Αθηναίους, έδιναν και την ψυχή τους στον διάβολο για ένα βλέμμα της, ορκίζονταν για την τέλεια ζωή που θα της χάριζαν, θα έπαιρναν φυσικά και την ίδια την μάνα μαζί τους, θα χαν όλα τα καλά αρκεί να την είχαν για πάντα στην αγκαλιά τους.
Η κυρά Πολυξένη είχε βαρεθεί να διώχνει τα προξενιά από το σπίτι, δεν πίστευε φυσικά στα λόγια της κόρης της πως δεν ήθελε γάμο αλλά δεν ήταν κι η τυπική καταπιεστική μητέρα, όταν έχασε τον καπετάνιο της ορκίστηκε να δίνει μόνο αγάπη στην πανέμορφη κόρη της που προξενούσε γύρω της μόνο ζήλειες και θαυμασμό.
Εκείνο το πρωί έφερε κατσιφάρα, είναι το φαινόμενο που παρουσιάζει πολύ χαμηλή νέφωση ,θολώνουν τα νησιώτικα βουνά από την ομίχλη .Μετά άρχισε να φυσάει με μια μανία , χτυπούσε τις πόρτες σαν τρελός ο αέρας, σήκωνε χώμα και σκόνη, έπαιζε τρελά με τις φούστες των γυναικών, έκανε τους ψαράδες να καθίσουν στο καφενείο και να αγναντέψουν το πέλαγος που άγριο σπαρτάραγε βγάζοντας άσπρους θυμούς.
Ήταν της Παναγίας, 15αύγουστος, μεγάλη γιορτή. Το βράδυ ζωντανή μουσική θα συνόδευε το πανηγύρι, το βιολάκι και το λαούτο θα ξεθύμαιναν την χαρά τους, βλέπεις στα νησιά το πιο πολύ ο έρωτας και η χαρά υμνείται. Τα σπίτια είχαν ασβεστωθεί με άσπρα σχήματα έξω από τις πόρτες, λουλούδια, πέταλα για τύχη , καρδούλες και η Λόζα γέμιζε από τις πρωινές μυρουδιές του ψητού, τα ταψιά πήγαιναν και έρχονταν. 4 μαγαζιά άπλωναν τα τραπέζια τους και κανόνιζαν που θα κάτσουν οι παρέες, μεθυσμένοι από κρασί και ρακόμελο θα άπλωναν τις καρδιές τους ανάλαφρα και θα χόρευαν με χαρά και ανυπομονησία., άλλοι πάλι θα έκαναν ανακωχή με τους καημούς τους.
Η μέρα κύλησε και για την Ελένη που σαν σκεφτόταν πως θα χόρευε μαζί του μπροστά σε όλο τον κόσμο θα γινόταν ένα ευτυχισμένο χαμόγελο επάνω στον ήλιο. Βλέπεις γιόρταζε ο έρωτας της, Παναγιώτης, θα έδινε για λίγο σε άλλον το λαούτο για να μπορέσει να χορέψει όλο το χωριό, από τραπέζι σε τραπέζι θα ζήταγε τις όμορφες τις λεύτερες μα και τις παντρεμένες που λυμπίζονταν τα δυνατά του μπράτσα του και ονειρεύονταν την χάρη του χορευτή στο κρεβάτι , αχ και τι δε θα έδιναν για να βρεθούν κάτω από το σώμα του, να κουνηθεί το κρεβάτι και να γίνει ένα μπαλόνι στον ουρανό. Αλλά ξέρανε πως δεν μπορούν να ελπίζουν. Μόνο τα αγγίγματα στον μπάλο ή τα τυχαία κοιτάγματα πάνω στον συρτό. Και θα είχανε μεγάλες ανησυχίες το βράδυ…
9 το βράδυ. Η Λόζα γεμάτη κόσμο, τα νησιώτικα ακούγονταν μέχρι την κάτω γειτονιά, ακόμη δεν είχαν ξεκινήσει οι μαντινάδες, προθέρμανση γινόταν, φωταγωγημένη η πλατεία, οι μυρουδιές ανακατεύονταν, φαγητό , αλκοόλ, αρώματα γυναικεία όλα μια φωτεινή έμπνευση, ένα κομμάτι τέχνης. 100 χρόνια έθιμο, 100 χρόνια κάτι από Διονυσιακή τέχνη. Έπεσε από νωρίς στα χέρια του Διόνυσου η Ελένη, σε μισή ώρα είχε κάνει κέφι, έβλεπε τον έρωτα να παίζει λαούτο και τα μάτια της λιγώνανε, γέμιζαν μέλι και παράπονο. Το παράπονο που έχει αυτός που έχει παραδοθεί για πάντα σε κάποιον . Η Άννα που ήξερε τον καημό της , της ψιθύριζε, (κάνε κράτη χριστιανή μου, μην γίνεις χάλια από τώρα, βάλε λίγο φρένο στο κρασί). Μα η Ελένη τώρα πάλευε με το πανάρχαιο ένστικτο, το γυναικείο, αυτό της διαίσθησης, κάτι πήγαινε να της πει , την προειδοποιούσε για κάτι. Κοιτούσε το σώμα του, καθώς έπαιζε την μουσική ολόκληρος λυγιόταν, ο ρυθμός τον κτυπούσε στα πόδια, η ψυχή αναδευόταν από τον κτύπο. Τον κοιτούσε και σιγά σιγά παρατήρησε πως σαν τον κοιτούσε, αυτός τα μάτια του έπαιρνε από πάνω της και κοιτούσε αλλού για αλλού.
Η πρασινάδα των ματιών της έγινε λύπη, έγινε παράπονο και καημός, ένα ασημένιο χτενάκι στα μαλλιά της έκανε μικρές σπίθες πάνω στο βλέμμα της κι αν υπήρχε εκείνη την στιγμή ένας ζωγράφος θα έφτιαχνε ένα έργο με ιστορία και νόημα. Ποιος μπορεί να φυλακίσει σε μια στιγμή μια ερωτευμένη γυναίκα που αγνοείται από το αντικείμενο του πόθου της; Και να το φτιάξει έτσι όπως του πρέπει, θλιμμένο και μεγαλοπρεπές πορτρέτο, εσωστρεφές και άπιαστο. Άρχισαν οι μπάλοι σε λίγη ώρα, εδώ τα σώματα δοκίμαζαν τα ερωτικά φίλτρα, εδώ έκαναν τα προεόρτια της ερωτικής τέχνης, εδώ η χημεία θα φαίνονταν , αν θα ευδοκιμούσε το σμίξιμο και ένωση θα γινόταν ,εδώ φαινόταν. Είναι η φυσική προετοιμασία των νησιωτών, η μυστική προσέγγιση των φύλλων .Πως γητεύει ο ένας τον άλλο , πως με τον χορό προσεγγίζουν τα πάθη. Τώρα αυτός παράδωσε το λαούτο στον Φάνη, άρχισε να χορεύει μια μία τις κοπέλες, μπάλος, υποσχέσεις στον αέρα. Έσκιζε τον χώρο με το ύψος του, θάμπωνε με τον όγκο του και δεν φαινόταν κανένας άλλος από αυτόν. Και χόρευε με τέτοια χάρη ανάθεμα τον, τέτοια χάρη, λύγιζε την γυναικεία θέληση για άρνηση, γύριζε γύρω από την γυναίκα σαν τον πειρατή που μετράει τα λάφυρα, ανάθεμα τον. Με κείνη την πολύ αρσενική σιγουριά όπλιζε και πυροβολούσε στις επιθυμίες τους. Δίχως να το θέλει, έτσι ήταν η φτιαξιά του.
Γράψε για την Ελένη, όταν ήρθε η σειρά της Μαρίνας για να την χορέψει μπάλο αυτός ξετύλιξε τον μύθο, έφτιαξε εκείνη την στιγμή την ιστορία. Ο Μπάμπης άφησε το βιολί και είπε στο μικρόφωνο μια μαντινάδα, λόγια ερωτικά που καλοδέχονταν το καινούργιο ζευγάρι, το ζευγάρι που έδινε όρκο παντοτινής συμβίωσης σήμερα, στην γιορτή του Παναγιώτη. Αρραβώνες! Η Μαρίνα, πάμπλουτη και κουτή, πραγματικά είχε πρόβλημα εκ γενετής , πήγαν στην Αθήνα να το ψάξουν με γιατρούς, ε δεν ήταν και τόσο τραγικό, είπαν στους γονείς της.
Μαρίνα…,κουράστηκε την φτώχεια ο κύριος και πουλήθηκε σε μια νύχτα , μόλις προχτές. Μετά από το σμίξιμο του με την Ελένη.
Την ήθελε, ποτέ δεν θα την άφηνε, θα την είχε πάντα στα χέρια του και στο κρεβάτι του. Δ εν ήθελε βέβαια να γίνουν ανακοινώσεις, να το μάθει έτσι άγρια, αλλά τώρα ήταν αργά. Δεν πειράζει, θα καταλάβαινε, κι αυτή να παντρευόταν μαζί του θα ήταν, θα τον καταλάβαινε, τον είχε γονατίσει η κούραση και η μιζέρια, αν συνέχιζαν έτσι θα της έλεγε δεν θα χαν όρεξη ούτε για έρωτα, μόνο φιλιά κι αυτά μισά από υποσχέσεις.
Χόρευε μπάλο λοιπόν με την Μαρίνα κι αυτή πιο κουτή γινόταν σαν τον κοίταζε, οι γονείς ευχαριστημένοι για το όμορφο δαμάλι που αγόρασαν στην κόρη τους κι ο κόσμος… , ο κόσμος σούσουρο, σχολίαζε το ξεπούλημα του άντρα δίχως να ξέρει την πληγή της Ελένης. Αυτή πάλι είχε γείρει στους ώμους της Άννας που την γλυκοπαρηγορούσε ψάχνοντας για λόγια βάλσαμο, όχι με επιτυχία. Το μυαλό της Ελένης άνοιξε σε δυο κρατήρες, έτρεχε καυτή η λάβα, θέριζε ο πόνος, περνούσε από πάνω της και άνοιγε νέους κρατήρες, καιγόταν από θλίψη, καιγόταν το πορτρέτο της μαζί με τα τέσσερα χρόνια που έπρεπε να αφήσει πίσω. Τέσσερα χρόνια που έπρεπε να κάνει πως δεν τα έζησε. Και πώς να αφήσει πίσω της τον ήλιο; Ποιος ζει δίχως ήλιο; Αέρα; Αέρα που δεν είχε να ανασάνει;
Έχεις δει γυναίκα που προδόθηκε; Έχεις δει γυναίκα που πουλήθηκε; είναι ο ίδιος ο κίνδυνος νομίζω. Είναι από τα ανθρώπινα όντα το πιο επικίνδυνο. Μ α τούτη δω έγινε επικίνδυνη μόνο για τον εαυτό της. Όχι για αυτόν, όχι για αυτόν τον λιποτάκτη.
Μετρούσε τις ανάσες της κι όταν είδε πως είναι ζωντανή ακόμη θέλησε ξαφνικά να εκφράσει την απόγνωση της μπας και φύγει από πάνω της η σκιά , μπας και φύγει από πάνω της το πένθος, η ιδέα του θανάτου, αυτή η ύπουλη ανάσα του.
Τίναξε τα μαλλιά της πίσω, ύψωσε το κεφάλι και βημάτισε προς την ορχήστρα με νωχελική κίνηση. Οι λαγόνες της έκρυβαν μιαν ένταση σκορπίζοντας μικρές ηδονικές υποσχέσεις, δεν το ήθελε, έτσι ήταν η περπατησιά της. Παραξενεμένοι όλοι, παραξενεμένος κι αυτός, ο μικρός άθλιος, την κοίταξε να σκύβει στο μέρος του λαουτιέρη και κάτι να σιγοψιθυρίζει.
Πήρε θέση σαν έτοιμη από καιρό, άνοιξε τα χέρια της λες κι ήθελε να τα φτάσει στον ουρανό, κοίταξε τον κόσμο που άφωνος μαγνητιζόταν από την επιβλητικότητα της ομορφιάς της. Το τραγούδι με το- ψηλό βουνό- άρχισε να συνοδεύει τον πόνο της, οι στίχοι πιο καθαροί από ποτέ, άρχισαν να την περιφρουρούν με τρυφεράδα αδελφική. Αυτό ήταν το τραγούδι του καπετάνιου που είχε χαθεί ,πέθανε ξαφνικά από καρδιά πριν πολλά χρόνια, του πατέρα της, που τον έβλεπε να το χορεύει από μικρή. Θ ανέβω και.. θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό.. ν ακούγεται στην ερημιά.. ο πόνος μου…, τα χέρια της απαλά χάραζαν τις κινήσεις , λες και διεύθυναν μια αόρατη ουράνια ορχήστρα, τα πόδια γλυκά χάραζαν τα βήματα, ξέχναγες πως το ζειμπέκικο ήταν αυστηρά αντρικός χορός, τώρα γινόταν μέρος μιας μυστικής τελετουργίας, γινόταν μια σπηλιά που απαλά έκρυβες τον πόνο, μια κυψέλη που έκρυβε τα πρόσωπα της θλίψης στα κελιά της. Χτυπούσε μεταξύ τους τις παλάμες δίνοντας τον ρυθμό και τον τόνο στα πόδια της, αυτά πάλι καθρέπτιζαν το πάθος του καημού. Απαλά, μυστικά, χέρια πόδια σε πλήρη συμφωνία.
Ένα μεγαλοπρεπές θέαμα παρέσυρε το πλήθος, άλαλο παρακολουθούσε την αυξανόμενη ευαισθησία, τώρα τα πόδια αργόσυρτα χάραζαν λόγια στο πάτωμα, τα χέρια άνοιγαν σε μικρές βεντάλιες και έδιναν εντολή στις νότες να φυλακιστούν μαζί τους .Πότε πότε σήκωνε ψηλά στον ουρανό το βλέμμα σαν να έψαχνε εκεί τις λύσεις στον καημό της. Για δευτερόλεπτα κοίταζε τα αστέρια επάνω της που ασημότριζαν με λύπη και ένταση για κείνην.
Γύριζε το σώμα με την μεγαλοπρέπεια ενός φαντάσματος κάποιου αδικοχαμένου ήρωα, δεν ήταν θαρρείς άνθρωπος αυτή που χόρευε. Ένα γοητευτικό ξωτικό ξύριζε την απάθεια και έδινε τον ρυθμό, η γη δεχόταν τα πόδια της με ανακούφιση, πόσο απαλά χάιδευαν τα πέλματα το τσιμέντο της Λόζας…
Άρχισαν τα κεράσματα, έπινε και ευχαριστούσε , έπινε και ζαλιζόταν γλυκά, επικίνδυνα.

Ξέχασε τον νόμο της επιβίωσης, ήθελε να γίνει μια πληγή που θα πνίξει με το αίμα της όλους αυτούς που θα κάνουν προσπάθεια σαν μικροί και άθλιοι
να πληγώσουν, να προδώσουν, να λεηλατήσουν την κάθε πιθανότητα παράδοσης άνευ όρων σε άλλον. Τους παρέσυρε, οι οργανοπαίχτες επιμήκυναν το τραγούδι, άρχισαν να ρίχνουν από τα τραπέζια μεθυσμένοι τα ποτήρια κάτω, έσπαγαν μπασμένοι στο μυσταγωγικό έργο της. Αυτή έπαιρνε τα κεράσματα , έπινε κι έριχνε τα μικρά ποτήρια πίσω της. Μεθυσμένη έβγαλε τα πέδιλα κι άρχισε να πατάει με τις μικρές της πατούσες πάνω στα γυαλιά, κανείς δεν έδινε προσοχή , νόμιζαν πως είναι μέρος μιας παράστασης, το αίμα έτρεχε και χρωμάτιζε το τσιμέντο, κάρφωνε τώρα και τα χέρια στο πάτωμα για να δώσει τον ρυθμό, αίμα παντού. Θ ανέβω και θα τραγουδήσω… μουρμούραγε και σκεφτόταν τον πατέρα της, έβλεπε γελαστή το πρόσωπο του μπρός της, ν ακούγεεται στην ερημιά.. και δώστου να κοιτάζει ψηλά μήπως κάποιο αόρατο πλάσμα αλάφραινε τον πόνο της , γύριζε και γύριζαν όλα μαζί της. Πρόσωπα ξένα, άγνωστα, καρφωμένα πάνω της και το αίμα να στάζει παντού. Δεν ένοιωθε τις αμυχές, δεν ένοιωθε τίποτε παρά μόνο το βλέμμα του έρωτα της που φαινόταν χτυπημένο από έναν κεραυνό. Άλλο τραγικό πρόσωπο γινόταν τώρα κι αυτός ,τώρα καταλάβαινε, δεν θα μπορούσε να ζήσει μακριά της, κατάλαβε το λάθος του, ένοιωσε για πρώτη φορά πόσο δυνατά και απόλυτα ενωμένος ήταν μαζί της. Ήταν ένα αυτοί οι δύο, ανέκαθεν ήταν ένα , ίσως και πιο πρίν γίνουν έμβρυα, ίσως και πιο πρίν ,τώρα;
Τώρα που οι αλήθειες ύψωναν ανάστημα, τώρα που έφτιαχναν το τείχος, τώρα να προλάβει πρίν γίνει το κακό. Σήκωσε το τραπέζι και τα έριξε όλα κάτω, ο θόρυβος για λίγο σταμάτησε το πλήθος να την κοιτάει, όμως αμέσως ξανακοίταξε αυτήν, την ιέρεια της θλίψης, τους έδινε ηδονή με τον πόνο της, έπαιρναν λάβα ερωτική από το πένθος της, όλοι μαζί όδευαν για την πόρτα του θανάτου. ( ΧΑΛΑΕΙ Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ), φώναξε ο καημένος μα κανείς δεν άκουγε.
Μόνο αυτή το άκουσε, έπεσε σιγά κάτω και πρόλαβε να δει το πρόσωπο του πατέρα της από πάνω της, πρόλαβε να δει και τον έρωτα της να τρέχει κοντά της ρίχνοντας τραπέζια στην προσπάθεια, πρόλαβε να δει τα χέρια του να γίνονται κόκκινα αγκαλιάζοντας την, πρόλαβε να ακούσει το ΑΑΑ του πλήθους. Άνοιξε τα μάτια της και το πράσινο τους ανελέητο τον χτυπούσε παντού, δεν πρόλαβε να του πει τίποτε. Ένα χαμόγελο μαλακά αφέθηκε στα χείλη της, έναν γιατρό, φώναζε αυτός κι όλοι γίνανε μια μάζα υστερικού θανάτου, μια κραυγή που διέσχισε την βουνοπλαγιά απέναντι και έσκισε με θόρυβο τον αέρα, τρόμαξε η άγονη γη και μάτωσε μαζί με την Ελένη, αυτήν που μια στιγμή μόνο λύγισε στην ζωή της. Η Λόζα έγινε μέρος της τραγικής παράστασης.
Χάθηκε σαν τον πατέρα της λέγανε για μέρες, δεν κατάλαβε τίποτα την ώρα του θανάτου λέγανε οι μικρόψυχοι. Ποια δεν κατάλαβε; Αυτή που διάλεξε την ώρα και την στιγμή του θανάτου; Αυτή που παρακολούθησε την απομάκρυνση από το σώμα με τόσην ένταση, αυτή που δεν πρόλαβε να ζήσει τις χάρες του ουρανού και της γης;
Γράψε κι αυτό για την Ελένη, εκεί που έπεσε το αίμα της αναδύεται μια όμορφη μυρουδιά ,μυρουδιά φρέζιας, την Λόζα την είπανε η Λόζα του Μυρίζοντα , για να την ξεχωρίζουν από τις άλλες πλατείες του νησιού. Παράξενο φαινόμενο, λένε όλοι κι οι πιο αμφισβητίες ψάχνονται με το χώμα και τι ιδιότητες μπορεί να έχει…,λες και η μυρουδιά να έρχεται από τα μαλλιά της Περσεφόνης…
Αυτός τρελάθηκε, πίνει μέχρι θανάτου και παίρνει το λαούτο του και παίζει στα πανηγύρια, αν του ζητήσουν το ψηλό βουνό να παίξει χύνεται σε δάκρυα και λυγμούς. Η Μαρίνα παντρεύτηκε μετά από ένα χρόνο, ξέρεις ποιο είναι το πιο τρελό από όλα; Αυτή είναι η μόνη που κατάλαβε τι έγινε εκείνη την νύχτα, περπατάει πάνω στο τσιμέντο που μυρίζει και η λουλουδένια μυρουδιά την τυλίγει . Και νοιώθει πάντα μια ζέστη στην πλάτη, σαν κάποιος να την χαιδεύει φιλικά. Έκανε δυο παιδιά και το πρώτο που τους έμαθε είναι να μην προδίδουν αυτά που αγαπάνε και να μην υποκρίνονται πως είναι άλλο από αυτό που είναι… Και αυτή είναι η πρώτη ιστορία από το ταξίδι μου στα νησιά καλέ μου φίλε και την κράτησα στην μνήμη για να σου την πω…

2 σχόλια:

  1. Tι να πω και τι να γράψω; Θα πω μόνο για το τραγούδι του καπετάνιου, "το αψηλότερο βουνό".
    Ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια.
    "με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα δέντρα συντροφιά και όταν θα κλαίω και πονώ, θ' αναστενάζει το βουνο"....
    Νά ΄σαι καλά με ξεσήκωσες....

    ΑπάντησηΔιαγραφή