Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009


ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ. ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΕ ΝΑ ΜΑΝΤΕΨΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΟ ΓΕΜΑΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΗΘΕΛΕ ΠΑΡΕΑ. ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΟΡΕΥΑΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΝΑ ΧΑΡΑΞΕΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ! ΤΟ ΜΠΛΕ ΑΠΛΩΝΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ...

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Γράψε για την Ελένη




Γράψε για την Ελένη, αυτήν που μόνο μια φορά λύγισε στην ζωή της, τα μαλλιά της ένα μαύρο σύννεφο από μετάξι χόρευε στο μελτέμι, το πρόσωπο της όλο γωνίες με ζυγωματικά υπερήφανα, έντονα, σχημάτιζαν την εικόνα της γυναίκας όπως βλέπεις στις ταινίες του 50. Το σώμα όλο καμπύλες πάλευε να μην δείξει την προκλητικότητα αλλά δίχως επιτυχία. Ήταν φτιαγμένο για έρωτα απόλυτο , ήταν φτιαγμένο με τέχνη.
Γράψε για την Ελένη, τα μάτια της καταπράσινα άλλαζαν σύμφωνα με το συναίσθημα, άλλοτε είχαν μια θλίψη, άλλοτε μια ηδυπάθεια, άλλοτε έδειχναν την πληγή της προσμονής. Ήταν γυναίκα στα 16 της, ήταν εξαρτημένη από τον έρωτα της για κείνον και πονούσε όταν έκανε καιρό να τον δει, γυρνούσε στο κρεβάτι της σαν πληγωμένο ζώο. Κρυφά από την μάνα της 4 χρόνια τώρα τον έβλεπε κρυφά, αυτός μάζευε λεφτά για να την ζητήσει, δούλευε σε όλες τις δουλειές, οικοδομή, μαραγκός, λαουτιέρης στα πανηγύρια και στις γιορτές. Μελαχρινός ψηλός και γερός σαν ταύρος, ένα τσουλούφι έπεφτε με θράσος στα μάτια του κι έκρυβαν τον πυρετό που είχε για αυτήν. Όταν έπαιζε λαούτο το βιολάκι δίπλα του έριχνε τα μούτρα του καταγής, σκέψου από το βιολί να κλέβει την παράσταση, απίθανο και σπάνιο πράγμα.
Η Ελένη μέτραγε τις ώρες και τις μέρες της γύρω του, ήταν μέρα όταν τον αγκάλιαζε, ήταν σκοτάδι όταν δεν τον έβλεπε, την ρούφαγε μια μαύρη τρύπα όταν οι δουλειές ή η ύπαρξη της μάνας της την εμπόδιζαν να γίνει ένα μαζί του. Δεν της άρεσε η τόση εξάρτηση, πολλές φορές έτρεχε στα βουνά ατίθαση και γυμνή από συναίσθημα για αυτόν. Προσπαθούσε να ελέγχει λίγο το πάθος της γι αυτόν. Έβαζε το σώμα της σε δοκιμασία, το κούραζε στις ελιές, στα περετιά του σπιτιού, στην δουλειά πάνω στην γη. Προσπαθούσε να στεγνώσει την ψυχή απο τα πάθη της, μα πως γίνεται να στεγνώσει ένα 20χρονο κορίτσι, να γίνει ξερό και άδειο; Ο πόνος της αναμονής παραμόνευε, οι τυχαίες συναντήσεις στην Λόζα ή την βρύση του χωριού ξανακατασκεύαζαν τα φρούρια της ηδονής και της αγάπης. Σου είπα αγάπη, ναι, τώρα πια αυτή τον αγαπούσε. Δεν τον ποθούσε απλώς. Τα καλοκαίρια οι επισκέπτες από την Αθήνα ή οι έμποροι της Χώρας, πρωτεύουσα του μικρού άγονου νησιού, έρχονταν στο χωριό, αυτοί λοιπόν άφηναν τα μάτια τους πάνω της και ορκίζονταν στην ομορφιά της, άφηναν στα πόδια της όλους τους θησαυρούς με τα κλειδιά τους. Παρακαλούσαν την μάνα της, οι Χωραίτες που είχαν πιο πολλές πιθανότητες από τους Αθηναίους, έδιναν και την ψυχή τους στον διάβολο για ένα βλέμμα της, ορκίζονταν για την τέλεια ζωή που θα της χάριζαν, θα έπαιρναν φυσικά και την ίδια την μάνα μαζί τους, θα χαν όλα τα καλά αρκεί να την είχαν για πάντα στην αγκαλιά τους.
Η κυρά Πολυξένη είχε βαρεθεί να διώχνει τα προξενιά από το σπίτι, δεν πίστευε φυσικά στα λόγια της κόρης της πως δεν ήθελε γάμο αλλά δεν ήταν κι η τυπική καταπιεστική μητέρα, όταν έχασε τον καπετάνιο της ορκίστηκε να δίνει μόνο αγάπη στην πανέμορφη κόρη της που προξενούσε γύρω της μόνο ζήλειες και θαυμασμό.
Εκείνο το πρωί έφερε κατσιφάρα, είναι το φαινόμενο που παρουσιάζει πολύ χαμηλή νέφωση ,θολώνουν τα νησιώτικα βουνά από την ομίχλη .Μετά άρχισε να φυσάει με μια μανία , χτυπούσε τις πόρτες σαν τρελός ο αέρας, σήκωνε χώμα και σκόνη, έπαιζε τρελά με τις φούστες των γυναικών, έκανε τους ψαράδες να καθίσουν στο καφενείο και να αγναντέψουν το πέλαγος που άγριο σπαρτάραγε βγάζοντας άσπρους θυμούς.
Ήταν της Παναγίας, 15αύγουστος, μεγάλη γιορτή. Το βράδυ ζωντανή μουσική θα συνόδευε το πανηγύρι, το βιολάκι και το λαούτο θα ξεθύμαιναν την χαρά τους, βλέπεις στα νησιά το πιο πολύ ο έρωτας και η χαρά υμνείται. Τα σπίτια είχαν ασβεστωθεί με άσπρα σχήματα έξω από τις πόρτες, λουλούδια, πέταλα για τύχη , καρδούλες και η Λόζα γέμιζε από τις πρωινές μυρουδιές του ψητού, τα ταψιά πήγαιναν και έρχονταν. 4 μαγαζιά άπλωναν τα τραπέζια τους και κανόνιζαν που θα κάτσουν οι παρέες, μεθυσμένοι από κρασί και ρακόμελο θα άπλωναν τις καρδιές τους ανάλαφρα και θα χόρευαν με χαρά και ανυπομονησία., άλλοι πάλι θα έκαναν ανακωχή με τους καημούς τους.
Η μέρα κύλησε και για την Ελένη που σαν σκεφτόταν πως θα χόρευε μαζί του μπροστά σε όλο τον κόσμο θα γινόταν ένα ευτυχισμένο χαμόγελο επάνω στον ήλιο. Βλέπεις γιόρταζε ο έρωτας της, Παναγιώτης, θα έδινε για λίγο σε άλλον το λαούτο για να μπορέσει να χορέψει όλο το χωριό, από τραπέζι σε τραπέζι θα ζήταγε τις όμορφες τις λεύτερες μα και τις παντρεμένες που λυμπίζονταν τα δυνατά του μπράτσα του και ονειρεύονταν την χάρη του χορευτή στο κρεβάτι , αχ και τι δε θα έδιναν για να βρεθούν κάτω από το σώμα του, να κουνηθεί το κρεβάτι και να γίνει ένα μπαλόνι στον ουρανό. Αλλά ξέρανε πως δεν μπορούν να ελπίζουν. Μόνο τα αγγίγματα στον μπάλο ή τα τυχαία κοιτάγματα πάνω στον συρτό. Και θα είχανε μεγάλες ανησυχίες το βράδυ…
9 το βράδυ. Η Λόζα γεμάτη κόσμο, τα νησιώτικα ακούγονταν μέχρι την κάτω γειτονιά, ακόμη δεν είχαν ξεκινήσει οι μαντινάδες, προθέρμανση γινόταν, φωταγωγημένη η πλατεία, οι μυρουδιές ανακατεύονταν, φαγητό , αλκοόλ, αρώματα γυναικεία όλα μια φωτεινή έμπνευση, ένα κομμάτι τέχνης. 100 χρόνια έθιμο, 100 χρόνια κάτι από Διονυσιακή τέχνη. Έπεσε από νωρίς στα χέρια του Διόνυσου η Ελένη, σε μισή ώρα είχε κάνει κέφι, έβλεπε τον έρωτα να παίζει λαούτο και τα μάτια της λιγώνανε, γέμιζαν μέλι και παράπονο. Το παράπονο που έχει αυτός που έχει παραδοθεί για πάντα σε κάποιον . Η Άννα που ήξερε τον καημό της , της ψιθύριζε, (κάνε κράτη χριστιανή μου, μην γίνεις χάλια από τώρα, βάλε λίγο φρένο στο κρασί). Μα η Ελένη τώρα πάλευε με το πανάρχαιο ένστικτο, το γυναικείο, αυτό της διαίσθησης, κάτι πήγαινε να της πει , την προειδοποιούσε για κάτι. Κοιτούσε το σώμα του, καθώς έπαιζε την μουσική ολόκληρος λυγιόταν, ο ρυθμός τον κτυπούσε στα πόδια, η ψυχή αναδευόταν από τον κτύπο. Τον κοιτούσε και σιγά σιγά παρατήρησε πως σαν τον κοιτούσε, αυτός τα μάτια του έπαιρνε από πάνω της και κοιτούσε αλλού για αλλού.
Η πρασινάδα των ματιών της έγινε λύπη, έγινε παράπονο και καημός, ένα ασημένιο χτενάκι στα μαλλιά της έκανε μικρές σπίθες πάνω στο βλέμμα της κι αν υπήρχε εκείνη την στιγμή ένας ζωγράφος θα έφτιαχνε ένα έργο με ιστορία και νόημα. Ποιος μπορεί να φυλακίσει σε μια στιγμή μια ερωτευμένη γυναίκα που αγνοείται από το αντικείμενο του πόθου της; Και να το φτιάξει έτσι όπως του πρέπει, θλιμμένο και μεγαλοπρεπές πορτρέτο, εσωστρεφές και άπιαστο. Άρχισαν οι μπάλοι σε λίγη ώρα, εδώ τα σώματα δοκίμαζαν τα ερωτικά φίλτρα, εδώ έκαναν τα προεόρτια της ερωτικής τέχνης, εδώ η χημεία θα φαίνονταν , αν θα ευδοκιμούσε το σμίξιμο και ένωση θα γινόταν ,εδώ φαινόταν. Είναι η φυσική προετοιμασία των νησιωτών, η μυστική προσέγγιση των φύλλων .Πως γητεύει ο ένας τον άλλο , πως με τον χορό προσεγγίζουν τα πάθη. Τώρα αυτός παράδωσε το λαούτο στον Φάνη, άρχισε να χορεύει μια μία τις κοπέλες, μπάλος, υποσχέσεις στον αέρα. Έσκιζε τον χώρο με το ύψος του, θάμπωνε με τον όγκο του και δεν φαινόταν κανένας άλλος από αυτόν. Και χόρευε με τέτοια χάρη ανάθεμα τον, τέτοια χάρη, λύγιζε την γυναικεία θέληση για άρνηση, γύριζε γύρω από την γυναίκα σαν τον πειρατή που μετράει τα λάφυρα, ανάθεμα τον. Με κείνη την πολύ αρσενική σιγουριά όπλιζε και πυροβολούσε στις επιθυμίες τους. Δίχως να το θέλει, έτσι ήταν η φτιαξιά του.
Γράψε για την Ελένη, όταν ήρθε η σειρά της Μαρίνας για να την χορέψει μπάλο αυτός ξετύλιξε τον μύθο, έφτιαξε εκείνη την στιγμή την ιστορία. Ο Μπάμπης άφησε το βιολί και είπε στο μικρόφωνο μια μαντινάδα, λόγια ερωτικά που καλοδέχονταν το καινούργιο ζευγάρι, το ζευγάρι που έδινε όρκο παντοτινής συμβίωσης σήμερα, στην γιορτή του Παναγιώτη. Αρραβώνες! Η Μαρίνα, πάμπλουτη και κουτή, πραγματικά είχε πρόβλημα εκ γενετής , πήγαν στην Αθήνα να το ψάξουν με γιατρούς, ε δεν ήταν και τόσο τραγικό, είπαν στους γονείς της.
Μαρίνα…,κουράστηκε την φτώχεια ο κύριος και πουλήθηκε σε μια νύχτα , μόλις προχτές. Μετά από το σμίξιμο του με την Ελένη.
Την ήθελε, ποτέ δεν θα την άφηνε, θα την είχε πάντα στα χέρια του και στο κρεβάτι του. Δ εν ήθελε βέβαια να γίνουν ανακοινώσεις, να το μάθει έτσι άγρια, αλλά τώρα ήταν αργά. Δεν πειράζει, θα καταλάβαινε, κι αυτή να παντρευόταν μαζί του θα ήταν, θα τον καταλάβαινε, τον είχε γονατίσει η κούραση και η μιζέρια, αν συνέχιζαν έτσι θα της έλεγε δεν θα χαν όρεξη ούτε για έρωτα, μόνο φιλιά κι αυτά μισά από υποσχέσεις.
Χόρευε μπάλο λοιπόν με την Μαρίνα κι αυτή πιο κουτή γινόταν σαν τον κοίταζε, οι γονείς ευχαριστημένοι για το όμορφο δαμάλι που αγόρασαν στην κόρη τους κι ο κόσμος… , ο κόσμος σούσουρο, σχολίαζε το ξεπούλημα του άντρα δίχως να ξέρει την πληγή της Ελένης. Αυτή πάλι είχε γείρει στους ώμους της Άννας που την γλυκοπαρηγορούσε ψάχνοντας για λόγια βάλσαμο, όχι με επιτυχία. Το μυαλό της Ελένης άνοιξε σε δυο κρατήρες, έτρεχε καυτή η λάβα, θέριζε ο πόνος, περνούσε από πάνω της και άνοιγε νέους κρατήρες, καιγόταν από θλίψη, καιγόταν το πορτρέτο της μαζί με τα τέσσερα χρόνια που έπρεπε να αφήσει πίσω. Τέσσερα χρόνια που έπρεπε να κάνει πως δεν τα έζησε. Και πώς να αφήσει πίσω της τον ήλιο; Ποιος ζει δίχως ήλιο; Αέρα; Αέρα που δεν είχε να ανασάνει;
Έχεις δει γυναίκα που προδόθηκε; Έχεις δει γυναίκα που πουλήθηκε; είναι ο ίδιος ο κίνδυνος νομίζω. Είναι από τα ανθρώπινα όντα το πιο επικίνδυνο. Μ α τούτη δω έγινε επικίνδυνη μόνο για τον εαυτό της. Όχι για αυτόν, όχι για αυτόν τον λιποτάκτη.
Μετρούσε τις ανάσες της κι όταν είδε πως είναι ζωντανή ακόμη θέλησε ξαφνικά να εκφράσει την απόγνωση της μπας και φύγει από πάνω της η σκιά , μπας και φύγει από πάνω της το πένθος, η ιδέα του θανάτου, αυτή η ύπουλη ανάσα του.
Τίναξε τα μαλλιά της πίσω, ύψωσε το κεφάλι και βημάτισε προς την ορχήστρα με νωχελική κίνηση. Οι λαγόνες της έκρυβαν μιαν ένταση σκορπίζοντας μικρές ηδονικές υποσχέσεις, δεν το ήθελε, έτσι ήταν η περπατησιά της. Παραξενεμένοι όλοι, παραξενεμένος κι αυτός, ο μικρός άθλιος, την κοίταξε να σκύβει στο μέρος του λαουτιέρη και κάτι να σιγοψιθυρίζει.
Πήρε θέση σαν έτοιμη από καιρό, άνοιξε τα χέρια της λες κι ήθελε να τα φτάσει στον ουρανό, κοίταξε τον κόσμο που άφωνος μαγνητιζόταν από την επιβλητικότητα της ομορφιάς της. Το τραγούδι με το- ψηλό βουνό- άρχισε να συνοδεύει τον πόνο της, οι στίχοι πιο καθαροί από ποτέ, άρχισαν να την περιφρουρούν με τρυφεράδα αδελφική. Αυτό ήταν το τραγούδι του καπετάνιου που είχε χαθεί ,πέθανε ξαφνικά από καρδιά πριν πολλά χρόνια, του πατέρα της, που τον έβλεπε να το χορεύει από μικρή. Θ ανέβω και.. θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό.. ν ακούγεται στην ερημιά.. ο πόνος μου…, τα χέρια της απαλά χάραζαν τις κινήσεις , λες και διεύθυναν μια αόρατη ουράνια ορχήστρα, τα πόδια γλυκά χάραζαν τα βήματα, ξέχναγες πως το ζειμπέκικο ήταν αυστηρά αντρικός χορός, τώρα γινόταν μέρος μιας μυστικής τελετουργίας, γινόταν μια σπηλιά που απαλά έκρυβες τον πόνο, μια κυψέλη που έκρυβε τα πρόσωπα της θλίψης στα κελιά της. Χτυπούσε μεταξύ τους τις παλάμες δίνοντας τον ρυθμό και τον τόνο στα πόδια της, αυτά πάλι καθρέπτιζαν το πάθος του καημού. Απαλά, μυστικά, χέρια πόδια σε πλήρη συμφωνία.
Ένα μεγαλοπρεπές θέαμα παρέσυρε το πλήθος, άλαλο παρακολουθούσε την αυξανόμενη ευαισθησία, τώρα τα πόδια αργόσυρτα χάραζαν λόγια στο πάτωμα, τα χέρια άνοιγαν σε μικρές βεντάλιες και έδιναν εντολή στις νότες να φυλακιστούν μαζί τους .Πότε πότε σήκωνε ψηλά στον ουρανό το βλέμμα σαν να έψαχνε εκεί τις λύσεις στον καημό της. Για δευτερόλεπτα κοίταζε τα αστέρια επάνω της που ασημότριζαν με λύπη και ένταση για κείνην.
Γύριζε το σώμα με την μεγαλοπρέπεια ενός φαντάσματος κάποιου αδικοχαμένου ήρωα, δεν ήταν θαρρείς άνθρωπος αυτή που χόρευε. Ένα γοητευτικό ξωτικό ξύριζε την απάθεια και έδινε τον ρυθμό, η γη δεχόταν τα πόδια της με ανακούφιση, πόσο απαλά χάιδευαν τα πέλματα το τσιμέντο της Λόζας…
Άρχισαν τα κεράσματα, έπινε και ευχαριστούσε , έπινε και ζαλιζόταν γλυκά, επικίνδυνα.

Ξέχασε τον νόμο της επιβίωσης, ήθελε να γίνει μια πληγή που θα πνίξει με το αίμα της όλους αυτούς που θα κάνουν προσπάθεια σαν μικροί και άθλιοι
να πληγώσουν, να προδώσουν, να λεηλατήσουν την κάθε πιθανότητα παράδοσης άνευ όρων σε άλλον. Τους παρέσυρε, οι οργανοπαίχτες επιμήκυναν το τραγούδι, άρχισαν να ρίχνουν από τα τραπέζια μεθυσμένοι τα ποτήρια κάτω, έσπαγαν μπασμένοι στο μυσταγωγικό έργο της. Αυτή έπαιρνε τα κεράσματα , έπινε κι έριχνε τα μικρά ποτήρια πίσω της. Μεθυσμένη έβγαλε τα πέδιλα κι άρχισε να πατάει με τις μικρές της πατούσες πάνω στα γυαλιά, κανείς δεν έδινε προσοχή , νόμιζαν πως είναι μέρος μιας παράστασης, το αίμα έτρεχε και χρωμάτιζε το τσιμέντο, κάρφωνε τώρα και τα χέρια στο πάτωμα για να δώσει τον ρυθμό, αίμα παντού. Θ ανέβω και θα τραγουδήσω… μουρμούραγε και σκεφτόταν τον πατέρα της, έβλεπε γελαστή το πρόσωπο του μπρός της, ν ακούγεεται στην ερημιά.. και δώστου να κοιτάζει ψηλά μήπως κάποιο αόρατο πλάσμα αλάφραινε τον πόνο της , γύριζε και γύριζαν όλα μαζί της. Πρόσωπα ξένα, άγνωστα, καρφωμένα πάνω της και το αίμα να στάζει παντού. Δεν ένοιωθε τις αμυχές, δεν ένοιωθε τίποτε παρά μόνο το βλέμμα του έρωτα της που φαινόταν χτυπημένο από έναν κεραυνό. Άλλο τραγικό πρόσωπο γινόταν τώρα κι αυτός ,τώρα καταλάβαινε, δεν θα μπορούσε να ζήσει μακριά της, κατάλαβε το λάθος του, ένοιωσε για πρώτη φορά πόσο δυνατά και απόλυτα ενωμένος ήταν μαζί της. Ήταν ένα αυτοί οι δύο, ανέκαθεν ήταν ένα , ίσως και πιο πρίν γίνουν έμβρυα, ίσως και πιο πρίν ,τώρα;
Τώρα που οι αλήθειες ύψωναν ανάστημα, τώρα που έφτιαχναν το τείχος, τώρα να προλάβει πρίν γίνει το κακό. Σήκωσε το τραπέζι και τα έριξε όλα κάτω, ο θόρυβος για λίγο σταμάτησε το πλήθος να την κοιτάει, όμως αμέσως ξανακοίταξε αυτήν, την ιέρεια της θλίψης, τους έδινε ηδονή με τον πόνο της, έπαιρναν λάβα ερωτική από το πένθος της, όλοι μαζί όδευαν για την πόρτα του θανάτου. ( ΧΑΛΑΕΙ Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ), φώναξε ο καημένος μα κανείς δεν άκουγε.
Μόνο αυτή το άκουσε, έπεσε σιγά κάτω και πρόλαβε να δει το πρόσωπο του πατέρα της από πάνω της, πρόλαβε να δει και τον έρωτα της να τρέχει κοντά της ρίχνοντας τραπέζια στην προσπάθεια, πρόλαβε να δει τα χέρια του να γίνονται κόκκινα αγκαλιάζοντας την, πρόλαβε να ακούσει το ΑΑΑ του πλήθους. Άνοιξε τα μάτια της και το πράσινο τους ανελέητο τον χτυπούσε παντού, δεν πρόλαβε να του πει τίποτε. Ένα χαμόγελο μαλακά αφέθηκε στα χείλη της, έναν γιατρό, φώναζε αυτός κι όλοι γίνανε μια μάζα υστερικού θανάτου, μια κραυγή που διέσχισε την βουνοπλαγιά απέναντι και έσκισε με θόρυβο τον αέρα, τρόμαξε η άγονη γη και μάτωσε μαζί με την Ελένη, αυτήν που μια στιγμή μόνο λύγισε στην ζωή της. Η Λόζα έγινε μέρος της τραγικής παράστασης.
Χάθηκε σαν τον πατέρα της λέγανε για μέρες, δεν κατάλαβε τίποτα την ώρα του θανάτου λέγανε οι μικρόψυχοι. Ποια δεν κατάλαβε; Αυτή που διάλεξε την ώρα και την στιγμή του θανάτου; Αυτή που παρακολούθησε την απομάκρυνση από το σώμα με τόσην ένταση, αυτή που δεν πρόλαβε να ζήσει τις χάρες του ουρανού και της γης;
Γράψε κι αυτό για την Ελένη, εκεί που έπεσε το αίμα της αναδύεται μια όμορφη μυρουδιά ,μυρουδιά φρέζιας, την Λόζα την είπανε η Λόζα του Μυρίζοντα , για να την ξεχωρίζουν από τις άλλες πλατείες του νησιού. Παράξενο φαινόμενο, λένε όλοι κι οι πιο αμφισβητίες ψάχνονται με το χώμα και τι ιδιότητες μπορεί να έχει…,λες και η μυρουδιά να έρχεται από τα μαλλιά της Περσεφόνης…
Αυτός τρελάθηκε, πίνει μέχρι θανάτου και παίρνει το λαούτο του και παίζει στα πανηγύρια, αν του ζητήσουν το ψηλό βουνό να παίξει χύνεται σε δάκρυα και λυγμούς. Η Μαρίνα παντρεύτηκε μετά από ένα χρόνο, ξέρεις ποιο είναι το πιο τρελό από όλα; Αυτή είναι η μόνη που κατάλαβε τι έγινε εκείνη την νύχτα, περπατάει πάνω στο τσιμέντο που μυρίζει και η λουλουδένια μυρουδιά την τυλίγει . Και νοιώθει πάντα μια ζέστη στην πλάτη, σαν κάποιος να την χαιδεύει φιλικά. Έκανε δυο παιδιά και το πρώτο που τους έμαθε είναι να μην προδίδουν αυτά που αγαπάνε και να μην υποκρίνονται πως είναι άλλο από αυτό που είναι… Και αυτή είναι η πρώτη ιστορία από το ταξίδι μου στα νησιά καλέ μου φίλε και την κράτησα στην μνήμη για να σου την πω…

TO ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ


Ο Μύρωνας γύριζε πίσω στο νησί του μετά από δέκα χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια πρόλαβε να κάνει όλα εκείνα που δεν ήθελε, έγινε φωτογράφος σε κοσμικές στήλες, έγλειψε με πολύ παχιά γλώσσα και σύρθηκε στα τέσσερα όπως πρέπει στην επιφάνεια ενός υπόνομου. Συνθηκολόγησε ηττημένος με διευθυντές εκδότες και άφησε την περηφάνια του για ανάμνηση μαζί με κάποιες παλιές φωτογραφίες που απέφεραν κάποτε καλές κριτικές αλλά ήταν νεκρές από κέρδος .
Βρέθηκε στα κρεβάτια πολλών πικροαναθρεμένων και όταν ξυπνούσε την επόμενη μέρα ήθελε πολύ ώρα να καταλάβει που βρισκόταν, η εμετική του διάθεση βέβαια δεν τον εμπόδιζε να κλείσει κι άλλα ραντεβού. Θα μου πεις τι ήταν αυτός ο τύπος; Επιβήτορας; Όχι , μαζί με τις φωτογραφήσεις των κοσμικών έπαιρνε κι άλλες συστάσεις κι άλλα εισιτήρια για πτήσεις στην παράνοια .Αυτό που τόσο αυτάρεσκα το λένε δημόσιες σχέσεις οι έμπειροι αρουραίοι. Ρούφαγε ηρεμιστικά για να ρίξει την ένταση των τύψεων και των ενοχών τα βράδια. Βασικά, το κορμί της Ζωής του γέμιζε τις ώρες. Δεν μιλούσαν, ρίχνονταν στο κρεβάτι και αυτοσχεδίαζαν, μια χαρά τα πήγαιναν. Άλλο που μετά δεν μιλούσαν. Έπειτα, μια μέρα η Ζωή τον ενημέρωσε πως βρήκε την χαρά στο κρεβάτι του εκδότη τους, μετά κι αυτός ξέχασε τον αριθμό των γυναικών που τον φιλοξένησαν στην άδεια αγκαλιά τους, επίσης ξέχασε για πάντα εκείνο το θαυμάσιο πορτρέτο του παππού του που τον είχε τραβήξει στο μαραγκούδικο. Ούτε θυμόταν που το είχε φυλαγμένο, εξάλλου θα πονούσε θανάσιμα αν το έβλεπε μπροστά του. Υπήρχε ακόμη μέσα του περιθώριο για πόνο.
Κι έπειτα μια νύχτα που το φεγγάρι γέλαγε με μισό χαμόγελο πάνω από ένα αρχαίο θέατρο και όλοι οι πικροαναθρεμένοι έδωσαν το παρόν, αυτός τους φωτογράφησε και μέτραγε τις απώλειες, καμία απώλεια. Εδώ βλέπεις η τέχνη ήταν γι αυτούς θέμα ιλουστρασιόν, μετρούσε στα χρηματιστήρια της επιφάνειας, μετρούσε η παρουσία τους. Οι ίδιοι μεγαλόσχημοι τυχοδιώκτες παράγοντες έκαναν την εμφάνιση και το φεγγάρι έγινε μισό από την τόση υποκρισία. Παράγοντες! Εκείνη την νύχτα ο Μύρωνας πήγε να τα πιει μόνος του κάπου στον Λυκαβηττό. Είχε αυτήν την καταπληκτική jazz και το καθαρό ποτό των γνήσιων ποτάδικων. Του ρθε απότομα η φλασιά του νησιού ακούγοντας την μεγάλη κυρία των blues, τότε επάνω στην μπάρα κάθισε η θλίψη και τον κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα που όλα απότομα τον στένεψαν, παπούτσια, πουκάμισο, όλα τον περιόρισαν. Θυμήθηκε που είναι!
Άνοιξε το στόμα του να παραγγείλει κι άλλο ποτό αλλά φωνή δεν βγήκε, ένας μικρός πανικός τον έπιασε, άρχισε να τρέμει όπως οι πρωτάρηδες που πάνε στα μπουρδέλα.
Ιδρώτας τον έλουσε κι απότομα και μια κλειστοφοβία, άρχισε να τον στενεύει κι ο χώρος, το ταβάνι πίστεψε πως θα τον πλακώσει, η άβυσσος που ήταν μπροστά του, του θύμισε επειγόντως πως τόσα χρόνια τίποτα με γεύση του γλυκού δεν είχε δοκιμάσει. Τίποτε από ουρανό δεν του θύμιζε την διαφορά του από τον φυλακισμένο, απλά δεν τον έβλεπε κι αυτόν όπως και τόσα. Πλήρωσε με μια τρεμούλα στα χέρια σαν αυτήν που έχει αυτός που πρωτοπληρώνεται, σηκώθηκε και ρούφηξε αχόρταγα τον αέρα και ανακουφίστηκε μόλις συνήλθε. Στάθηκε στα πόδια του κι άρχισε να περπατάει πάνω στα στενά του Λυκαβητού, οι ενοχές και οι τύψεις έβγαζαν φωνές, κύκλωναν σαν ίλιγγος το κεφάλι του και μια φράση άρχισε να βγαίνει από τον λαβύρινθο του μυαλού του, μια φράση δέσποζε κάτω από το μισό φεγγάρι, πάνω στο γλιστερό δρόμο. << χάθηκες φίλε, χάθηκες>>, φώναζαν οι ήχοι, έκαναν ομαδική κραυγή, δέσποζαν στο πλάνο. Κι αυτός; Αυτός κυνηγημένος ξαφνικά από τον αόρατο εισβολέα ασθμαίνοντας , μπήκε στο σπίτι και όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του ήξερε τι θα κάνει. Έπρεπε να πάει εκεί που η γλύκα περίσσευε, εκεί που τα τοπία βελούδινα ρουφάνε την θλίψη και η ανυπαρξία εξαφανίζεται , εκεί που επικρατεί η μυρουδιά του φασκόμηλου. Εκεί που η έμπνευση είναι κυρίαρχος και η ομορφιά φυσική και καθόλου βίαιη, εκεί στην άγονη γραμμή, εκεί που τα σπίτια απαλά χαιδεύουν με το άσπρο τους και το απόλυτο μπλε δεν ξεθωριάζει όπως τα όνειρα που είχαμε παιδιά.
Έτσι , βρέθηκε στο καράβι με την καρδιά ανάλαφρη και συμβολικά πέταξε από το κατάστρωμα το κινητό του, σαν εκείνη την ταινία θυμάσαι; Όταν οι ελεύθεροι καβαλάρηδες ανέβηκαν στις μηχανές για να αρχίσουν το ταξίδι, πέταξαν τα ρολόγια. Χαμογέλασε μόνος του, χαμένος στα αστέρια , μέσα στο κατάμαυρο τοπίο έλαμπαν και χόρευαν από τις αποστάσεις μα νόμιζε πως έγινε κι αυτός ένα μικρό κομματάκι από το ασήμι τους , πως ενώθηκε με μια λεπτή κλωστή στον χορό τους. Ένοιωσε ένα κύμα ανακούφισης, μια θαλπωρή πολύ παλιά βρήκε θέση μαζί του στο καράβι, εκεί μέσα στα μάτια του, αυτά, αυτά που τώρα ήθελε όσο τίποτε να ανακουφίσει από την ασχήμια , να τα περιθάλψει, να τα γιατροπορέψει . Σαν την γιαγιά του που χάιδευε το κεφάλι του παππού όταν αρρώσταινε κι αυτός με λεπτό θυμό της έλεγε, << έλα διάολος στην κεφαλή σου πιο, σε βλέπει το παιδί ίντα κάνεις και θα θαρρεί πως είμαι άρρωστος>>. Κι αυτή χαμογέλαγε και πήγαινε να βράσει το φασκόμηλο. Έτοιμος να το μυρίσει, να το δει κάτω από τα στεγνά βράχια ένοιωσε, έτοιμος να κολυμπήσει στο απόλυτο, στο ατέλειωτο, στο όμορφο, το πασιφανές.
Όταν το καράβι έφτασε στον προορισμό του, δεν του έκανε εντύπωση το λιμάνι που είχε επιμηκυνθεί, ούτε το πρώτο χωριό που δέσποζε επάνω στα πόδια του βουνού, το έλεγε σκορπιό, παιδί , επηρεασμένος από το σχήμα που έφτιαχναν τα φωτάκια των σπιτιών, πάλι ήταν το ίδιο σχηματικά, απλά πιο μακρουλό, πιο πυκνοκατοικημένο. Με το αμάξι διέσχισε τον δρόμο και χάζεψε το παλιό μονοπάτι, το έκοβε στη μέση η άσφαλτος, μα αυτό ήρεμο, καθόλου δεν εκνευριζόταν, ήταν εκεί, γεμάτο μυρουδιές και έτοιμο να περπατηθεί με τα μεγάλα του πέτρινα σκαλιά.. Και μακρινά ακούγονταν τα κουδουνάκια των κατσικιών. Αυτά συνηθίζουν να κάθονται κάτω από τα απότομα βράχια για δροσιά και να κοιτάζουν μπροστά την θάλασσα.<< Το πέλαγος κοιτάζουν παππού>>; Τον είχε ρωτήσει μια φορά μικρός με μεγάλη απορία. <<Εμ και ίντα νόμιζες ; Το πέλαγο κοιτάζουν γιε μου κι αυτά, σάμπως κάθε μέρα δεν το ακούνε;>>
Πάλι τον τύλιξε μια ζεστασιά από οικειότητα , από μεγάλη αγάπη, αστέρια και ανάμνηση έγιναν ένα, φώλιασαν απεγνωσμένα στην καρδιά του. Είχε χώρο, η γλύκα των πραγμάτων ήρθε μόνη της, δίχως να της το ζητήσει, ήρθε και έγινε σαν φωτοστέφανο, στέναξε ανακουφισμένος, όπως οι άνθρωποι που πετάνε με τα μάτια της ψυχής τους πάνω από το Αιγαίο, όπως αυτοί που γίνονται μέρος του φυσικού τοπίου.
Έπειτα βρέθηκε στο σπίτι των παππούδων του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πεθαμένου γέροντα ανέπνευσε τη υγρασία του κλεισμένου σπιτιού και την μυρουδιά του μπαούλου της γιαγιάς. Θα άνοιγε το σπίτι συνέχεια από αύριο, να μπει ο ήλιος και να διώξει την κλεισούρα της μοναξιάς των πέτρινων τοίχων. Πολύ μοναξιά, σαν του Μύρωνα που είχε να ρθει δέκα χρόνια. Κλείνοντας τα μάτια σαν να ένοιωσε κάποιον να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, σαν να ένοιωσε μιαν ανάσα. Χαμογέλασε, δεν του έκανε εντύπωση, ήταν συνηθισμένος σε αόρατες παρουσίες εδώ από μικρός, όταν φοβόταν, η γιαγιά του, του έκανε ξεροτήγανα και ο παππούς του έδινε την δική του απάντηση. <<Δεν θα φοβάσαι γιε μου αυτά που δεν βλέπεις, άστα να σου μιλήσουν και μετά θα πάρουν το δρόμο τους. Αυτά που βλέπεις καμιά φορά να φοβάσαι, να τα κοιτάς προσεχτικά, πολλές φορές, αν πραγματικά είναι έτσι που συ τα βλέπεις>>. Κοιμήθηκε τόσο γρήγορα ο Μύρωνας, τόσο απαλά, που ξέχασε πως έπαιρνε κάτι να τον βοηθά στον ύπνο.
Την άλλη μέρα ο ήλιος των Κυκλάδων εισέβαλε σαν μανιασμένος εραστής , έδωσε φως σε κάθε γωνία του σπιτιού, σε κάθε γωνία του δωματίου. Έξω από το σπίτι έκαιγε τα πάντα, ξαφνικά είχε την διάθεση να αρπάξει την μέρα με τον φόβο μήπως χάσει κάποια στιγμή της, λες και αυτό έκανε πάντα. Αποφάσισε σε δευτερόλεπτα να κάνει μια μικρή πεζοπορία ,θα πήγαινε στο εγκαταλειμμένο χωριό των παππούδων του, αυτό που γνωρίστηκαν και έκαναν τα παιδιά τους. Ο μεγάλος σεισμός το είχε ρίξει και έτσι μετά όλοι έφυγαν σταδιακά στην Λ….., τον οικισμό που θα ζούσαν μέχρι να πεθάνουν. Βγήκε από το σπίτι με μια εφηβική διάθεση, η πορεία άρχισε να γίνεται δύσκολη γιατί καθώς πατούσε σε μια μεγάλη πέτρα κατρακυλούσε στην άλλη. Γινόταν και πιο δύσκολη με την λάβα του ήλιου πάνω από το κεφάλι, ανελέητη η κάθε ακτίνα, λες κι έβρισκε πιο πολύ δύναμη εδώ και σε σφυροκοπούσε. Για κανένα μισάωρο διέσχισε τον χωματόδρομο με τις πέτρες, έπειτα βρέθηκε στα πρώτα χαλάσματα.
Τα παλιά σπίτια ριγμένα , στημένα απλώς στα πρώτα τους θεμέλια , έτσι βουλισμένα λες και θρηνούσαν .Περιέγραφαν μεταξύ τους με παράπονο τις εικόνες της ζωής τους. Ο μικρός οικισμός ακτινοβολούσε μια μελαγχολία που έσπαγαν με την παρουσία τους κάποια καινούργια σπιτάκια, χτισμένα όπως τα πρώτα. Κάποιοι Γάλοι είχαν ξεθάψει τις πολιτισμικές μνήμες και τώρα προκαλούσαν την ζήλια σε αυτά που ήταν σε εγκατάλειψη. Όχι παραπάνω από τέσσερα. Άπλετο το φως άφηνε το άσπρο τους να φωνάζει στον άγονο τόπο, πλούσιες βουκαμβίλιες άπλωναν τα δάχτυλα τους στις μεγάλες ταράτσες, χαρούμενες οι αυλές με τα πηγάδια τους ,όλα απλωμένα με τέχνη και σεβασμό. Περπάτησε με έξαψη, προερχόμενη από την παλιά ιστορία, προς την εκκλησία. Αυτή πάλι κοιτούσε ξεδιάντροπα μπροστά την θάλασσα , πολύ κάτω της. Με τόση ησυχία στο περιβάλλον άκουγε τις φωνές των δυο χωριών θαυμάσια, πιο ανάλαφρα άκουσε τον θόρυβο της θάλασσας, τούτο το χωριουδάκι βρισκόταν ανάμεσα στα άλλα δυο, πάνω από μια χαράδρα ξεκουραζόταν. Κάτω από ένα μοναδικό πεύκο κάθισε κι άρχισε να φαντάζεται πως είναι η πραγματική ζωή του ανθρώπου. Πως είναι να σαι ένα κομμάτι μιας ιστορίας, να σαι ένας κρίκος του κύκλου , πως είναι να βρίσκεσαι εκτεθειμένος στην πραγματική ομορφιά κι όχι αυτήν που στολίζεται με ψεύτικα σύμβολα!
Άρχισε να σκέπτεται πόση ενοχή έχουν πια οι άνθρωποι που την καλοσύνη φρόντισαν να την διώξουν μακριά τους στολίζοντας την με λέξεις αποφυγής και απαξίωσης .
Άρχισε να νοιώθει την γλύκα της φυσιολογικής ζωής στο δέρμα του, οι αισθήσεις αχόρταγα ρούφαγαν το γύρω, ηρεμία, τάξη και γαλήνη είχαν τραγούδια να πουν, κάθισε με ανακούφιση και άκουγε. Η συμφωνία της αρμονίας έρρεε από τα ουράνια.
Δεν φοβόταν τίποτε, λες και η ευγένεια παραχωρούσε τον πύργο της σε κάθε του σκέψη. Παραδομένος χαμένος στο γαλάζιο μπρός μακριά , ξαφνικά άκουσε έναν θόρυβο πίσω του. Γύρισε, είδε πέρα κάποιον άνθρωπο καθισμένο πάνω σε μια πέτρα. Άρχισε να τον πλησιάζει με χαρά, καθώς έφτανε κοντά πρόσεξε το ήρεμο πρόσωπο, ένας γέροντας ακουμπούσε τα χρόνια του σε ένα μπαστούνι. Κ αι τότε πρόσεξε πως φορούσε παλιά ρούχα, άλλης εποχής, σαν ράσο, με ένα σχοινί στην μέση. Ξυπόλητος. Τον κοίταξε στα μάτια κι ένοιωσε λες και μπορούσε κι έμπαινε εκείνη την στιγμή μέσα σε κάθε του κρυφή σκέψη, λες και διάβαζε του Μύρωνα κάθε προηγούμενο. Δεν ήξερε πως μπορεί κάποιος να βλέπει έτσι κι όχι μόνο να κοιτάζει. Δεν μιλούσε, ρούφαγε την στιγμή, λες και αυτός ο άνθρωπος κάτι του έκανε , λες και τον υπέβαλε σε μια γλυκιά ιεροτελεστία, κάτι σαν είδος μύησης, κάτι σαν την έξαψη της πληρότητας έλαμψε μέσα του. Τα γένια του έτρεχαν μακριά και ακουμπούσαν στο μπαστούνι. Τα μάτια του Μύρωνα έτρεξαν στο πρόσωπο, το άσπρο του ματιού του άλλου, ασάλευτο.
Ευγενικό πρόσωπο, τα μάτια του είχαν μιαν απαλή μελαγχολία, δεν φώναζε να την προσέξεις.
Παρατήρησε το μπαστούνι, ξύλινο, από υλικό παλιό, κατέληγε σε δυο κεφάλια φιδιών. Το ένα κοιτούσε δεξιά, το άλλο αριστερά. Άνοιξε το στόμα ο Μύρωνας αποφασισμένος, να του μιλήσει, ανοιγόκλεισε τα χείλη, ήχος μηδέν, σαν αυτό που του χε ξανασυμβεί στο μπαράκι του Λυκαβηττού; Όχι ακριβώς έτσι, οι λέξεις απλά δεν έβρισκαν διέξοδο στα δόντια, τραγάνιζαν το χρόνο ακίνητες, βουβές και άπειρες, στριμώχνονταν δίχως διέξοδο, σαν μετανοιωμένες. Αμέσως τότε ένα φως τύλιξε τον γέρο, μια λευκή εκτυφλωτική αύρα έτρεξε γρήγορα στο φυσικό του περίγραμμα, σχηματίστηκε τότε κάτι σαν λευκό αυγό .Ένα λευκό αυγό που τον περυτύλιξε. Την στιγμή που αυτό γινόταν, ένα κομμάτι γης έτριξε, κουνήθηκε για λίγο το έδαφος που στεκόταν ο Μύρωνας, ένα μεταφυσικό δέος απλώθηκε μέσα στην ψυχή του, ένας αόριστος φόβος. Έκανε να κουνήσει τα πόδια του, ένα πόδι μπροστά, διέταξε τον εγκέφαλο του, κάνε το πόδι μπροστά. Τίποτε, το τρέμουλο από κάτω συνεχίστηκε κι αυτός εκεί, ανύπαρκτος από θέληση, απολύτως άπραγος. Ακινητοποιημένος!
Τότε ο γέρος σηκώθηκε, συνέχιζε να τον κοιτάζει ατάραχα και άρχισε να περπατάει μακριά από τον Μύρωνα, αργά, το λευκό φως διαλύθηκε γύρω του και λες και ταξίδεψε στον ουρανό. Ο Μύρωνας κοίταγε, η γη σταμάτησε να κουνιέται και ο γέρος χανόταν αργά από το οπτικό πεδίο του. Ο Μύρωνας κατάπιε με έναν κόμπο, Ο γέρος χάθηκε πια. Κούτσαινε ελαφρά από το δεξί του πόδι. Τότε ο Μύρωνας κουνήθηκε, ο εγκέφαλος πήρε την εντολή, βήμα μπρος, ένα πόδι, μετά το άλλο, άρχισε να βρίσκει όλη την κίνηση το σώμα, έτρεξε προς το μέρος που χάθηκε ο άλλος, κοίταζε, μα δεν είδε τίποτε, τίποτε. Έτρεξε όπως οι αλαφιασμένοι, σκουντουφλούσε στις πέτρες που σιχτίριζαν την αγαρμπότητα, πονούσαν τα πόδια , η καρδιά έκανε ανάδυση απότομη, ιδρώτας τώρα έτρεχε άγρια, που είναι ο γέρος σκεφτόταν η λογική, που είναι η εικόνα; Τίποτε, το τοπίο ήρεμο όπως πριν, τα τζιτζίκια μόνο που ξαφνικά μέσα σε μια τρελή συμφωνία ορχηστρική, άρχισαν να τον ξεκουφαίνουν, φώναζαν μανιασμένα, οι φωνές των ανθρώπων από τα διπλανά χωριά απότομα έκαναν παρουσία, κάποιο παιδί που έκλαιγε, τα αρώματα του φασκόμηλου και της ρίγανης επίσης απότομα αναδύθηκαν. Έπεσε στα γόνατα ο Μύρωνας, γεμάτος από την εμπειρία της παρουσίας του ηλικιωμένου άρχισε να φωνάζει ,<<ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΓΕΡΟ; ΣΕ ΕΙΔΑ, ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΣΕ ΕΙΔΑ. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΟΣ! ΤΟ ΑΚΟΥΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ;>>.
Κανένας ήχος άλλος από τους γνωστούς, τώρα; έπρεπε να παραδεχτεί πως τρελάθηκε; Έπρεπε να φοβάται; Καμιά απάντηση δεν ηρέμησε την ψυχή του, όμως κι ο φόβος αντικαταστάθηκε από ένα μεταφυσικό δέος. Από αυτό που παθαίνει ο άνθρωπος όταν δεν μπορεί να εξηγήσει με την λογική και την εμπειρία του το γεγονός. Ο Μύρωνας πήρε τον δρόμο της επιστροφής αποφασισμένος πως τίποτε δεν θα ταν ίδιο από εδώ και πέρα.
Έφτασε πνιγμένος στον ιδρώτα στο σπίτι, ηττημένος, θορυβημένος. Άνοιξε το μπουφεδάκι της γιαγιάς, πήρε ένα καραφάκι ούζο, άρχισε να πίνει θέλοντας να χαλαρώσει. Σχεδόν μεθυσμένος πολύ μετά ,παραδόθηκε σε έναν άγριο ύπνο, οι σκέψεις του, του έλεγαν να αρχίσει την έρευνα . Ας κοιμηθεί, να ηρεμήσει να ξέρει με ηρεμία τι να κάνει. Έτριζε το κρεβάτι από τον αγώνα, ευτυχώς κοιμήθηκε, έπρεπε να πέσει η αδρεναλίνη, να τσουλήσει πίσω, από κει που ήρθε, απρόσκλητη όπως πάντα.
Η επόμενη μέρα του έδωσε το αόρατο μήνυμα. Ξέρεις οι λύσεις έρχονται όπως πάντα, όταν σταματάς να σκέφτεσαι αυτό που σε εγκλωβίζει με τα πως και τα γιατί.
Πηγαίνοντας στο σπίτι της τελευταίας σε ηλικία γερόντισσας, σκεφτόταν πως θα στήσει τις ερωτήσεις ώστε και να μην τον πάρει για τρελό αλλά και να μην την τρομάξει. Η κυρά –Πλυτώ. Η τελευταία κάτοικος του ερειπωμένου χωριού .Η μόνη που ζούσε.
Τον υποδέχτηκε όπως ακριβώς τα εγγόνια και τα δισέγγονα της. Μ ε την τραγουδιστή ντοπιολαλιά τον ρώτησε γιατί χάθηκε, << γιάντα βρε γιέ μου ηχάθης μωρέ τόσα χρόνια, ε; ήφυε η λαλά σου με τον καημό σου. Που ναι ο Μυρωνάκος μου έλεε μωρέ , αχ αχ αυτή η πολιτεία , ίντα σας κάνει μωρέ και μας ξεχνάτε; Ε; μάγια>>;
Την άφησε την Πλυτώ να ξελαφρώσει, ξελάφρωνε κι αυτός μες την γλύκα της γυναίκας, τα λόγια της τρυφερά κι αθώα μαλάκωναν την ταραγμένη του ψυχή.
Το πήγε μαλακά , πήγε στον Σ….., της είπε, εκεί, στο πρώτο τους χωριό, έκανε μια βόλτα είδε τα σπίτια κ.λ.π, τι ωραία που έχουν κάνει τα καινούργια οι Γάλοι, παραδοσιακά. Άκουγε η Πλυτώ κι άνοιγε η καρδιά της, τριγύρναγε κιόλας μέσα στον οικισμό, μύριζε την ατμόσφαιρα.
Κι ήρθε η ώρα της ερώτησης, αν ξέρει καμιά ιστορία , κανένα θρύλο για έναν γέροντα με ένα παράξενο μπαστούνι. Η Πλυτώ άνοιξε τα μάτια της, <<Ιιιιιι γιέ μου, από που ήμαθες εσύ για τον άνθρωπο αυτόν; Μωρέ, ηξέρεις το ποιος ήταν αυτός; Ήταν ο πιο αγαπημένος άνθρωπος σε όλο το χωριό. Να που ήταν παιδί μου ένας πολικός πρόσφυγας, εξόριστος από την Αίγυπτο. Αυτός γιέ μου ήρθε επά κυνηγημένος, άρρωστος, ένα μαύρο χάλι, από το ξύλο που έφαγε εκεί και την ταλαιπώρια ο καψερός ηκουτσάθη λιγάκι στο δεξί του πόδι. Είδαν κι απόειδαν οι δικοί μας και τον γιατροπόρεψαν, τον ήκαναν καλά. Αυτός ήτανε γραμματιζούμενος πολύ, ήταν δάσκαλος στην Αίγυπτο , ηπήρε το λοιπό όλα τα παιδιά και τα μαθε γράμματα. Για σκέψου, τους έμαθε γράμματα! Τώρα θα σου πω και τ άλλο, μα μη με περιγελάσεις, όπως τα ξέρω από την μάνα μου στα λέω κι εγω τώρα>>.
<< Πες μου και δε θα σε περιγελάσω>>., είπε ξέπνοα ο Μύρωνας.
<< Ε να παιδί μου που αυτός μπορούσε κι ήλεε τα μελλούμενα .Έδινε απαντήσεις στα ερωτήματα των ανθρώπων. Άλλος ήθελε να πάρει καίκι, δεν του λεγε κάντο τώρα, του λεε την σωστή στιγμή. Όσοι δεν τον άκουσαν τους ρούφηξε η φουρτούνα, τους ρήμαξε η θάλασσα το καίκι. Άλλος πάλι ήθελε να παντρέψει την θυγατέρα του ,πότε κι αν γινόταν. Του έβρισκε και τον μήνα αυτός δα που θα παντρευόταν η κόρη. Ε, να παιδί μου, τέτοια πράματα είχαμε τότε, απλοί ανθρώποι ήτανε, ίντα άλλο να ρωτάνε. Μα ότι τους ορμήνευε ήταν και το σωστό πάντα, αχ θεός σχωρές την ψυχούλα του>>.
<< Μάλιστα ,ψέλλισε ο Μύρωνας, δηλαδή υπήρξε, δεν ήταν θρύλος >>.
<< Όχι παιδάκι μου, άνθρωπος ήταν, δεν ήταν αερικό.>>. Ξανάπε η γυναίκα αλλά ο Μύρωνας τινάχτηκε στην συνειδητοποίηση και πετάχτηκε σχεδόν κλαίγοντας για το σπίτι. Κι ούτε φυσικά κάθισε στην έκπληκτη γερόντισσα να εξηγήσει.
Απόλυτα επηρεασμένος από την ύπαρξη του παλιού ανθρώπου ένοιωθε τώρα την αγάπη να κυλάει μέσα του, μια παλιά πηγή από φως και ζέστη ξεχείλησε σε όλο του το είναι, κοντοστάθηκε και έριξε μπόλικο από το υλικό της. Ξελαφρωμένος από κάθε τι άσχημο κοιτούσε έναν άλλο κόσμο, ένας καινούργιος ξεπήδησε ξαφνικά, αναδύθηκε λαμπρός, του ξ έδιωξε τις τύψεις και τις ενοχές, τον φόβο, αβασάνιστα μπήκε μέσα του και τον αλάφρωσε, γαλήνεψε κολυμπώντας στο απόλυτο φως.
Όταν έφτασε στο σπίτι, μπήκε στο δωμάτιο του παππού του και άνοιξε τα παράθυρα να μπει ο ήλιος, τότε ξαφνικά κάτι τον έκανε να κοιτάξει στον τοίχο. Κάτι ήταν κρεμασμένο. Πως δεν το είχε δει; Ο παππούς του είχε φτιάξει μια όμορφη κορνίζα, εκεί έβαλε την φωτογραφία που του είχε τραβήξει κάποτε ο Μύρωνας, αυτήν που έψαχνε, που δεν θυμόταν καν που είναι!
Κοίταξε το πορτρέτο, αμέσως ήξερε τι να κάνει. Εντελώς ξαφνικά φανερώθηκε μπροστά του λάμποντας και γελώντας η αλήθεια, την καλοδέχτηκε με την πιο τρυφερή ευγνωμοσύνη. Πόσο όμορφο να γυρνάς εκεί που πάντα ήθελες! Και πόσο υπέροχο να το τολμάς αψηφώντας τα εμπόδια! Χαμογέλασε στον παππού του κι ας μην τον έβλεπε.
Αυτή είναι μια άλλη ιστορία από την επίσκεψη μου στα νησιά, δεν σου κρύβω πως ένα μέρος της συνέβη σε μένα. Την κράτησα στην μνήμη μου για να στην πω καλέ μου φίλε…